12 Σεπ 2008

Πανίσχυρη κοσμική έκρηξη έλουσε τη Γη με ακτίνες γάμμα

Στις 19 Μαρτίου του 2008, μια παράξενη λάμψη εμφανίστηκε για 40 δευτερόλεπτα στον ουρανό - ήταν το πιο μακρινό φαινόμενο που έγινε ποτέ ορατό με γυμνό μάτι.
Η κοσμική έκρηξη -πιθανότητα ο βίαιος θάνατος ενός άστρου- έλουσε ολόκληρη τη Γη με ακτίνες-γ υψηλής ενέργειας, ανακοίνωσε την Τετάρτη διεθνής ερευνητική ομάδα.
Η «έκλαμψη ακτίνων-γ» ήταν τόσο ισχυρή ώστε, είχε συμβεί μέσα στο Γαλαξία μας, αντί σε απόσταση 7,5 δισ. ετών φωτός, η Γη θα μπορούσε να είχε απονεκρωθεί.
«Το πραγματικά εντυπωσιακό σε αυτή την περίπτωση είναι η πιθανότητα να βγει κανείς έξω σε μια σκοτεινή τοποθεσία, να κοιτάξει τον ουρανό και για λίγα δευτερόλεπτα να δει φως που παρήχθη πριν από επτάμισι δισεκατομμύρια χρόνια» σχολίασε στο Reuters ο Δρ Ντέιβιντ Μπάροους, μέλος της επιστημονικής ομάδας του διαστημικού τηλεσκοπίου ακτίνων-Χ Swift, με το οποίο καταγράφηκε πρώτα η λάμψη.
Οι ακτίνες-γ είναι ακτινοβολία στο άκρο του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Έχουν πολύ μικρότερο μήκος κύματος από το ορατό φως και μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες ενέργειες.
Οι εκλάμψεις ακτίνων γάμμα, οι ισχυρότερες εκρήξεις στο Σύμπαν, πιστεύεται ότι παράγονται όταν ένα μεγάλο άστρο, με μάζα τουλάχιστον 20 φορές μεγαλύτερη του Ήλιου, εξαντλούν τα πυρηνικά τους καύσιμα και πεθαίνουν. Καθώς ο πυρήνας τους καταρρέει και μετατρέπεται σε μαύρη τρύπα, η οποία δημιουργεί πανίσχυρους «πίδακες» σωματιδίων και ακτινοβολίας.
Οι ακτίνες-γάμμα από την έκρηξη, μαζί με ορατό φως και ακτινοβολία σε άλλες περιοχές του φάσματος, ταξιδεύουν στο Διάστημα στη μορφή μιας σχετικά στενής δέσμης που καταστρέφει ό,τι βρει μπροστά της.
Αν η έκλαμψη προερχόταν από απόσταση λίγων χιλιάδων ετών φωτός, θα είχε διαταράξει την ατμόσφαιρα της Γης δημιουργώντας ένα φαινόμενο «πυρηνικού χειμώνα» με ολέθριες συνέπειες.
Ευτυχώς «δεν διατρέξαμε κίνδυνο» διαβεβαίωσε ο Πολ Ο'Μπράιεν του Πανεπιστημίου του Λέστερ στη Βρετανία, μέλος της ομάδας. «Αν και ήταν εξαιρετικά ισχυρή, μόνο ένα μικρό κλάσμα της ακτινοβολίας έφτασε στη Γη» εξήγησε.



Η μελέτη δημοσιεύεται στο περιοδικό Nature.




Δεν υπάρχουν σχόλια: