18 Μαρ 2008

Αναζητώντας το μίτο της Αριάδνης


Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος οι ηλικιωμένοι, κάποια στιγμή στο επόμενο -προβλεπτό- διάστημα, να μείνουν χωρίς συντάξεις; Ο Μπιλ Γκέιτς τι σύνταξη δικαιούται; Οι γονείς να παραμείνουν στις δουλειές ή να πάρουν τις θέσεις εργασίας τα παιδιά και να πληρώνουν αυτά τις συντάξεις; Γιατί όλοι(;) κόπτονται να λύσουν το Ασφαλιστικό και όχι το πρόβλημα της ανεργίας ή την αντιμετώπιση του χρέους;

Το Ασφαλιστικό έχει αναχθεί, τα τελευταία χρόνια, σε «εθνικό» ή, καλύτερα, ευρωπαϊκό θέμα. Με την ολοκλήρωση της σοσιαλδημοκρατικής 30ετίας (1946-1976) κατά την οποία επιτυχώς συνδυάστηκε η μεγέθυνση (ανάπτυξη) με την εμβάθυνση (επέκταση) του κοινωνικού κράτους, άρχισαν οι γκρίνιες. Ηδη το εκκρεμές άρχισε την αντίστροφη πορεία: από τις παροχές στις περικοπές, από τους ανταποδοτικούς φόρους ανάλογα με τα εισοδήματα στους έμμεσους (κεφαλικούς) φόρους. Και καθώς οι φοροαπαλλαγές των επιχειρήσεων επεκτείνονταν, ενώ την ίδια στιγμή οι «μπεϊμπούμερ» (τα παιδιά της ελεύθερης Ευρώπης που γεννήθηκαν μετά τον πόλεμο, οι σημερινοί 60άρηδες) συνταξιοδοτούνται, κυριάρχησε η συζήτηση για το Ασφαλιστικό. Δηλαδή, για την παράταση του εργασιακού βίου και την περικοπή των συντάξεων. Εστω κι αν αυτό σημαίνει βίαιη ανατροπή του οικονομικού και κοινωνικού προγραμματισμού εκατομμυρίων πολιτών.

Την ίδια στιγμή η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν ενδιαφέρεται για το χρέος, και ότι έχει αρμοδιότητα από το «σύμφωνο σταθερότητας», αν και αυτό θα το πληρώσει η επόμενη γενιά. Ούτε φυσικά για την υψηλή ανεργία, κάτι που ανατροφοδοτεί το πρόβλημα του Ασφαλιστικού. Και όσο έχει «γιατρειά» η ανεργία τόσο μπορεί να αντιμετωπιστεί ριζικά και αποτελεσματικά και το Ασφαλιστικό. Είναι εξάλλου αλληλένδετα.


Νεοφιλελεύθερες πολιτικές


Οι ανατροπές στο Ασφαλιστικό προωθούνται τώρα (σημ.: ο χρόνος θεωρείται πεπερασμένος) για δύο, σαφώς πολιτικούς, λόγους: α) να μην αυξηθεί κι άλλο η εκλογική επιρροή των συνταξιούχων (παράταση του προσδόκιμου ζωής) και β) προκειμένου να ολοκληρωθεί η στροφή σε πιο νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές. Για παράδειγμα, να μειωθεί η επιβάρυνση των επιχειρήσεων, να περιοριστεί η φορολογία που μετατρέπεται σε κατανάλωση (επιδότηση από τον προϋπολογισμό των συνταξιούχων) κ.ά.

Γεγονός είναι ότι για τις συντάξεις, χρόνο με το χρόνο, απαιτούνται μεγαλύτερα ποσά. Κι αυτά για διαφόρους, και όχι πάντα καθαρούς, λόγους δεν προέρχονται από τις ασφαλιστικές εισφορές (επιχειρήσεων και εργαζομένων) αλλά από τους φορολογουμένους (προϋπολογισμός). Και γεννιούνται τα ερωτήματα: μέχρι ποιου ποσοστού αντέχουν οι φορολογούμενοι να πληρώνουν για την προηγούμενη γενιά εργαζομένων; Πώς επηρεάζει αυτό την ανταγωνιστικότητα και την αναπτυξιακή διαδικασία;

Προφανέστατα, η φοροδοτική ικανότητα είναι πεπερασμένη. Από το 4,5% του ΑΕΠ που σήμερα πληρώνουν, μέσω προϋπολογισμού, οι φορολογούμενοι για τις συντάξεις (12% μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές), υπολογίζεται ότι αυτό το ποσοστό μπορεί να φτάσει στο 12% (24% συνολικά) σε 50 χρόνια από σήμερα. Και σε κάθε περίπτωση, σε μια 15ετία θα απαιτηθούν διπλάσιοι πόροι από τον προϋπολογισμό για τις συντάξεις.

Ποιος θα πληρώσει αυτά τα ποσά; Οι αυριανοί συνταξιούχοι ή οι μελλοντικοί εργαζόμενοι μέσω των φόρων; Αν ισχύσει το πρώτο, αντέχουν οι συνταξιούχοι -οι αποδοχές των οποίων κυμαίνονται κάτω από 1.000 ευρώ σε ποσοστό 85%- μείωση αποδοχών; Αν η μείωση προέλθει από την αύξηση των ορίων ηλικίας, θα βρουν δουλειά οι νέοι άνεργοι; Πόσοι πόροι θα μείνουν για τη χρηματοδότηση, μελλοντικά, της ανάπτυξης;

Στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος της Microsoft Μπιλ Γκέιτς πληρώνει εισροές επί εισοδήματος μόλις 90.000 δολαρίων (κάπου 65.000 ευρώ) το χρόνο και θα απολαύσει σύνταξη στο 85% αυτού (σημ. το ποσοστό αυτό υπολογίζεται επί του συνόλου του εργασιακού βίου). Αποδοχές υψηλότερες από άλλους που τα τελευταία χρόνια πληρώνουν εισφορές επί 90.000 δολαρίων αλλά είχαν μικρότερο εισόδημα στο ξεκίνημά τους.

Τα ανωτέρω ζητήματα απασχολούν τόσο τα συνδικάτα και τα πολιτικά κόμματα όσο και τους εργοδοτικούς φορείς. Με διαφορετική ένταση, με συγκρουόμενες, πολλές φορές, προτεραιότητες.

Για παράδειγμα, το Ασφαλιστικό αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα κρυφών (αναλογιστικών) ελλειμμάτων χωρίς να έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος της μεταπολεμικής γενιάς. (Αργεί η συνταξιοδότησής της). Η Ελλάδα έδιωξε, μέσω της μετανάστευσης, τα παιδιά της μεταπολεμικής γενιάς. Αντιθέτως, η δική μας έκρηξη γεννήσεων σημειώθηκε 15-20 χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1960. Αρα πρέπει να αναμένουμε και επιδείνωση των μεγεθών σε 15-20 χρόνια.

Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια η χώρα «ευνοήθηκε» με 1 εκατ. νέους εργάτες (μετανάστες) για τους οποίους δεν δαπανήθηκαν «κονδύλια αναπαραγωγής της εργατικής τάξης» (εκπαίδευσης). Και αυτοί οι εργαζόμενοι, μεταξύ των οποίων η ανεργία είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα, θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τις συντάξεις της προηγούμενης γενιάς. Και δεν αντέχει σε κριτική η άποψη ότι και αυτοί οι εργαζόμενοι κατοχυρώνουν συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία θα ασκήσουν στο μέλλον. Είναι προφανή και καλοδεχούμενα αυτά τα δικαιώματα και η πολιτεία θα πρέπει, μελλοντικά, μέσω της αντιμετώπισης του δημογραφικού, να βρει τρόπους υγιούς αντιμετώπισης των χρηματοοικονομικών ανισορροπιών του Ασφαλιστικού.

Για παράδειγμα, η εισφοροδιαφυγή θα μπορούσε να δώσει λύση στη χρηματοδότηση του Ασφαλιστικού. Βεβαίως δεν αφορά μόνο τους αλλοδαπούς η εισφοδιαφυγή, αλλά στο ΙΚΑ οι μετανάστες κολλούν κατά μέσο όρο 13 ένσημα το μήνα, όταν ο μέσος όρος του συνόλου των μισθωτών ανέρχεται στα 18 ημερομίσθια (έναντι των 25 της πλήρους απασχόλησης). Ομως η ένταξη του συνόλου των εργαζομένων στο σύστημα, όπως και η πληρωμή των βεβαιωθεισών εισφορών των επιχειρήσεων προς το ΙΚΑ (σημ.: κάθε χρόνο ευνοϊκή ρύθμιση χρεών των επιχειρήσεων προς το ΙΚΑ), θα σήμαινε αύξηση της ανεργίας για τη βαλκάνια εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού, η οποία βασίζεται στο χαμηλό εργατικό κόστος και όχι στην επένδυση στην παιδεία και την κατάρτιση. Ετσι η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών στηρίζεται στη «μαύρη»-ανασφάλιστη εργασία και την παραοικονομία. Κατά συνέπεια: α) δεν υπάρχουν πόροι για τις συντάξεις, β) οι ασφαλισμένοι δεν έχουν ένσημα για αξιοπρεπείς συντάξεις και γ) το Δημόσιο υποχρεούται σε μη ανταποδοτικές συντάξεις τύπου ΕΚΑΣ, επιδομάτων κ.λπ. προκειμένου να στηρίξει ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης. Ο φαύλος κύκλος, δηλαδή, της ανασφάλιστης εργασίας.

Ομως το έμμεσο μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων τίθεται στο στόχαστρο (ως αρνητικό μέγεθος για την ανταγωνιστικότητα) και σε ένα δεύτερο επίπεδο. Τα ταμεία αναλαμβάνουν, από τις επιχειρήσεις, τους «ακριβούς»-ηλικιωμένους υπαλλήλους μέσω των προγραμμάτων πρόωρης-εθελούσιας εξόδου. Οι επιχειρήσεις απαλλάσσονται από τις κοινωνικές ευθύνες τους και το κοινωνικό σύνολο αναλαμβάνει αυτό το βάρος.


Πώς επηρεάζει η εργασιακή ανασφάλεια


Αξιομνημόνευτη, πάντως, είναι η υπερταξική «συνωμοσία» ασφαλισμένων και εργοδοτών για την πρόωρη έξοδο από την εργασία. Η εργασιακή ανασφάλεια στην Ελλάδα, οι εργοδοτικές αυθαιρεσίες, οι αναιτιολόγητες απολύσεις οδηγούν τους ασφαλισμένους σε πρόωρη συνταξιοδότηση. «Καλύτερα λίγα και σίγουρα, παρά το καθημερινό άγχος για το μεροκάματο». Σε αυτό συμβάλλει και η συνταγματική πρόβλεψη για την εγγύηση καταβολής των συντάξεων από το κράτος. Το Σύνταγμα δεν προβλέπει και το ύψος των συντάξεων, αλλά σε κάθε περίπτωση προσφέρει μια κάποια ασφάλεια.

Αυτή η μαζική «παράκρουση» για τη σύνταξη όχι μόνο δικαιολογείται, καθώς πρόκειται για ανταπόδοση εισφορών από την εργασία, για αποταμιεύσεις του ενεργού βίου, για διασφάλιση της περιόδου που οι ασφαλισμένοι δεν θα μπορούν να μπλοκάρουν την παραγωγική διαδικασία. Αλλά και από την αλλαγή του οικογενειακού μοντέλου. Οι αυριανοί (Ελληνες) συνταξιούχοι είναι η (σημερινή) «γενιά σάντουιτς». Πληρώνουν, συνήθως, εισφορές για τη σύνταξη της προηγούμενης γενιάς, ενώ μέσα στο σπίτι ζουν 1 ή 2 ηλικιωμένοι γονείς που έχουν ανάγκη οικονομικής βοήθειας, συν 1-2 άνεργα τέκνα. Δεν θέλει ο σημερινός μεσήλικας να έχει την τύχη των γονιών του και από την άλλη δεν μπορεί να βλέπει άνεργα τα παιδιά του.

Υπό αυτά τα δεδομένα, με αυτό το άχθος και αυτό το άγχος, οι ασφαλισμένοι εμφανίζονται έτοιμοι να δεχτούν ακόμη και την πρόβλεψη για τη λεγόμενη εθνική σύνταξη, που προβάλλει σαν λύση η κυβέρνηση. Αυτό, για να διασφαλιστεί μια παροχή στο ύψος του επιπέδου φτώχειας, γύρω στα 500 ευρώ το μήνα. Συμπιέζοντας το σύνολο των μεσαίων και υψηλών συντάξεων και διαμορφώνοντας ένα ομοιόμορφο καθεστώς ανέχειας, αν όχι φτώχειας.


Πηγή:ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ"

Στο παραπάνω παράθεσα ένα άρθρο από την εφημερίδα "Ελευθεροτυπία" που γράφτηκε πέρσι και αφορά το μείζων θέμα πλέον στη χώρα μας,το θέμα του ασφαλιστικού.Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας λόγω πιέσεων αλλά και προσπάθειας εναρμόνησης της Ελλάδας με το τι <<επιτάσσουν>> οι καιροί προχωρά σε αναθεώρηση της νομοθεσίας που αφορα το ασφαλιστικό σκορπώντας πανικό και αναταραχή σε ολόκληρο τον εργασιακό πληθυσμό της χώρας.Οι απεργείες είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο είτε κάποιος είναι σκουπιδιάρης είτε ειναι γιατρός.Γενική αναταραχή με απρόβλεπτες συνέπειες που μάλλον θα έχει τη φυσική τελικά συνέπεια του να περάσουν αυτά που προκρίνει η κυβέρνηση της Ν.Δ.Το ερώτημα είναι όπως και σε όλες της σημαντικές αποφάσεις σε μια κονωνία σε τι αποσκοπεί πραγματικά η κίνηση αυτή?Είναι τρελλοί όλοι αυτοι που απεργούν σχεδόν εβδομαδιαία?Αυτό σας αφήνω να το κρίνετε εσείς,εγώ θεωρώ πως ο κόσμος δεν είναι χαζός,μερικές φορές υπνωτισμένος ναι,αλλά όχι χαζός.



1 σχόλιο:

andreas f.stavrou είπε...

Το ασφαλιστικό ζήτημα αφορά κυρίως αυτούς που προσδοκούν συγκεκριμένα οφέλη. Και δικαιολογημένα οι εργαζόμενοι κάποιας ηλικίας θέλουν να διαφυλάξουν τα συμφερόντά τους.
Τι γίνεται με τους νέους;
Αυτοί θα ζήσουν σε ένα κόσμο με ελαστικές σχέσεις εργασίας, πιθανό με ανασφάλιστη εργασία αφού οι εργοδότες στοχεύουν στην απαλλαγή από αυτό το βάρος, στην πίεση της οικονομικής μετανάστευσης, στην αυτοματοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας. Οι νέοι θα ζήσουν σε ένα αλλιώτικο κόσμο.
Ποιο θα έπρεπε να είναι το αίτημα σήμερα, αφού ο κόσμος είτε αρέσει είτε δεν αρέσει, δεν πισωγυρίζει. Το αίτημα της κοινωνίας , κατά τη γνώμη μου, είναι η εξασφάλιση ενός ελαχίστου εισοδήματος για τον κάθε πολίτη από την πολιτεία, νέο ή ηλικιωμένο, συνταξιούχο ή άνεργο. Αυτό θεωρώ προοοδευτικό στις μέρες μας γιατί συμφέρει σε όλους και λαμβάνει υπόψη και το μέλλον.
Καλά τα κεκτημένα των παλαιοτέρων αλλά καλύτερα να θωρακίσουμε τους νέους, το μέλλον.