Η μαζική υστερία με την «ιδιοφυΐα» και η εναγώνια αναζήτηση «μεγάλων ταλέντων» είναι δείγμα κοινωνικής παρακμής και στηρίζεται μόνο σε επιστημονικές παρανοήσεις και μύθους
Υπάρχουν πολλοί και εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους τρόποι καταμέτρησης της ανθρώπινης ευφυΐας. Κανένας όμως από αυτούς δεν θεωρείται σήμερα επιστημονικά φερέγγυος και κοινωνικά ουδέτερος. Ισως γι' αυτό πλήθος ειδικών ερευνητών αποφάσισαν πρόσφατα να καταρρίψουν επιστημονικά τον μύθο του «Δείκτη Νοημοσύνης» και συνεπώς να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία των τεστ ευφυΐας.
Η ιδιαίτερα ευφυής συμπεριφορά δεν θεωρείται πλέον μια κοινωνικά επικίνδυνη ιδιομορφία ή ένα σπάνιο αλλά αξιοθαύμαστο προσωπικό «χάρισμα». Αντίθετα, αποτελεί μια αδυσώπητη κοινωνική επιταγή, την εκπλήρωση της οποίας οφείλουμε να επιδιώκουμε οι πάντες και κυρίως να την καλλιεργούμε στα παιδιά από πολύ τρυφερή ηλικία.
Πρόσφατα Αμερικανοί και Καναδοί ερευνητές αμφισβήτησαν την ακρίβεια και την αξιοπιστία του λεγόμενου Δείκτη Νοημοσύνης (IQ), επικαλούμενοι μάλιστα ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα «ευφυούς» ανθρώπου, την περίπτωση του τέως προέδρου των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους. Οσο απίστευτο κι αν ακούγεται, ο Μπους συγκαταλέγεται στο 10% των πλέον ευφυών ανθρώπων στον κόσμο (!), σύμφωνα τουλάχιστον με τον Δείκτη Νοημοσύνης του (περίπου 120), κάτι που δεν επαληθεύτηκε καθόλου στην πράξη, δεδομένων των αμέτρητων ανοησιών που διέπραξε στη διάρκεια της θητείας του.
Σε σχετικό άρθρο που δημοσιεύτηκε στο γνωστό επιστημονικό περιοδικό «New Scientist», διακεκριμένοι ερευνητές των ανθρώπινων νοητικών ικανοτήτων επικρίνουν σφοδρά τα τεστ νοημοσύνης. Ο Keith Stanovich, καθηγητής Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Οντάριο, στον Καναδά, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχει επικεντρώσει τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα στην επαλήθευση της βασικής του θέσης: ότι οι ιδιοφυείς μπορεί να κάνουν και βλακείες, και το αντίστροφο. Κατά τον Stanovich, ο τρόπος με τον οποίο έχει καθιερωθεί να αξιολογείται σήμερα η νοημοσύνη ενός ανθρώπου είναι από τη φύση του προβληματικός. Και αυτό, γιατί στην πραγματικότητα τα καθιερωμένα τεστ νοημοσύνης μετρούν μόνο ένα πολύ περιορισμένο πεδίο της ιδιαίτερα σύνθετης ανθρώπινης νοημοσύνης, δηλαδή την ικανότητα για αφηρημένους συλλογισμούς, την ικανότητα φωτογραφικής απομνημόνευσης και την ταχύτητα εκμάθησης.
Απεναντίας, δεν είναι σε θέση να μετρήσουν άλλες εξίσου σημαντικές νοητικές ικανότητες, όπως την ικανότητα λήψης αποφάσεων σε πραγματικές συνθήκες, τη λεγόμενη «διαισθητική» ή «αυθόρμητη» ικανότητα σκέψης ή ακόμη την περιβόητη «συναισθηματική» ή «κοινωνική» νοημοσύνη, ικανότητες που εξασφαλίζουν την κοινωνική επιτυχία σε ευαίσθητα αλλά όχι κατ' ανάγκη «πανέξυπνα» άτομα.
Ενας άλλος καταξιωμένος ερευνητής, ο David Perkins, ο οποίος διδάσκει Παιδαγωγική Ψυχολογία στο Harvard Graduate School, υποστηρίζει ότι κάθε άνθρωπος με υψηλό δείκτη νοημοσύνης έχει ασφαλώς κάποια πλεονεκτήματα, αυτό όμως δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι πρόκειται για ένα πραγματικά ευφυές άτομο. «Ο υψηλός δείκτης νοημοσύνης είναι ό,τι και το υψηλό ανάστημα για έναν καλαθοσφαιριστή. Για να γίνει κάποιος καλός καλαθοσφαιριστής ασφαλώς βοηθάει το ύψος, αλλά αυτό από μόνο του δεν επαρκεί. Κατ' αναλογία, για να σκέπτεται κάποιος σε βάθος, δεν αρκεί να διαθέτει έναν δείκτη νοημοσύνης πάνω από το μέσο όρο. Θα πρέπει να έχει πολύ περισσότερα προσόντα».
Τη δυσπιστία του απέναντι στην αξιοπιστία των τεστ νοημοσύνης διατυπώνει και ο Βρετανός Jonathan Evans, καθηγητής Γνωσιακής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πλίμουθ στη Μ. Βρετανία:
«Τα τεστ ευφυΐας είναι υπερτιμημένα στις σημερινές δυτικές κοινωνίες, αφού από αυτά εξαρτάται η επαγγελματική ή η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία εκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο».
Πάντως, για να μετρήσουμε πόση ευφυΐα ή ταλέντο διαθέτει κάποιος ή κάποια θα πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε τι ακριβώς μετράμε. Και εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες, αφού ακόμη και σήμερα δεν διαθέτουμε έναν κοινά αποδεκτό ορισμό της νοημοσύνης, της ευφυΐας ή του ταλέντου, πόσω μάλλον έναν κοινά αποδεκτό τρόπο για την καταμέτρησή τους! Το τι θεωρείται εκδήλωση μεγάλης «ευφυΐας» ή «ταλέντου» εξαρτάται από τις επιστημονικές, φιλοσοφικές ή και πολιτικές προκαταλήψεις του ερευνητή.
Για να κατανοήσει κανείς τη σημερινή σύγχυση των ιδεών για το ποια πρέπει να θεωρούνται τα τυπικά γνωρίσματα της «υψηλής» νοημοσύνης, θα πρέπει να ανατρέξει στις προγενέστερες προσπάθειες κατασκευής μιας κλίμακας αξιολόγησης των ικανοτήτων του ανθρώπινου νου. Μιας κλίμακας που, σύμφωνα με τους εκάστοτε επινοητές της, θα μας επέτρεπε να διακρίνουμε με ασφάλεια ποιοι από τους συνανθρώπους μας είναι ιδιοφυείς, φυσιολογικοί ή πνευματικά ανεπαρκείς.
Τα εμφανή αδιέξοδα και οι αποτυχίες των φυσιογνωμικών και των φρενολογικών μεθόδων αξιολόγησης της ανθρώπινης νοημοσύνης οδήγησαν κατά τα τέλη του 19ου αιώνα σε πιο «εκλεπτυσμένες» ψυχομετρικές μεθόδους, όπως αυτή του Γάλλου ψυχολόγου Alfred Binet. Ο Binet εγκατέλειψε οριστικά τις φρενολογικές δοξασίες και επινόησε ένα σύστημα ικανό να συγκρίνει τις νοητικές ικανότητες και κυρίως τις γνωστικές αδυναμίες των μαθητών. Η κλίμακα αξιολόγησης των γνωστικών ικανοτήτων ενός μαθητή προέκυπτε από τη σύγκριση της «νοητικής ηλικίας» του με την πραγματική «χρονολογική ηλικία» του. Η μέτρηση του IQ βασίζεται σε αυτήν ακριβώς τη διάκριση: διαιρώντας τη «νοητική ηλικία» με τη «χρονολογική ηλικία» και πολλαπλασιάζοντας επί 100.
Με άλλα λόγια, το IQ, στην αρχική του εκδοχή, ήταν μόνο ένας τρόπος διάγνωσης της νοητικής καθυστέρησης και όχι μια πραγματική μέθοδος αξιολόγησης κάποιων δήθεν εξαιρετικών νοητικών ικανοτήτων! Τις επόμενες δεκαετίες όμως η μέτρηση του IQ θα μετατραπεί σε απόλυτη κλίμακα αξιολόγησης της νοημοσύνης, και το ίδιο ισχύει για τα περισσότερα μετέπειτα τεστ νοημοσύνης. Ολα επινοήθηκαν σύμφωνα με τις κοινωνικές ανάγκες και τις ιδεολογικές προκαταλήψεις της αμερικανικής κυρίως κοινωνίας, που αργότερα μεταφέρθηκαν και στην Ευρώπη.
Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι σημαντικοί επιστήμονες που αναφέραμε παραπάνω κρατούν μια τόσο επιφυλακτική ή και απορριπτική στάση απέναντι στα τεστ νοημοσύνης: σήμερα υπάρχουν αναρίθμητοι ορισμοί και, επομένως, αναρίθμητοι τρόποι μέτρησης των νοητικών ή δημιουργικών μας ικανοτήτων. Συνεπώς, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρείται επιστημονικά τεκμηριωμένος.*
http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&date=14/11/2009&id=101681